- πομπέ
- το, Ν1. είδος σκληρού στρογγυλού καπέλου2. ως επίθ. σφαιροειδής, στρογγυλεμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. bombe].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Τανζανία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Βρίσκεται ανάμεσα στην Kένυα και την Oυγκάντα στα B, στο Zαΐρ, στη Pουάντα και στο Mπουρούντι στα Δ, στη Zάμπια, στο Mαλάουι και στη Mοζαμβίκη στα Ν. Οι ανατολικές ακτές της βρέχονται από τον Iνδικό ωκεανό.H… … Dictionary of Greek